γλωχίν — γλωχί̱ν , γλωχίν projecting point fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνα — γλωχίν projecting point fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνας — γλωχίν projecting point fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνες — γλωχίν projecting point fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνι — γλωχίν projecting point fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖνος — γλωχίν projecting point fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖσι — γλωχίν projecting point fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωχῖσιν — γλωχίν projecting point fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] … Dictionary of Greek
πυριγλώχιν — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει φλογερή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωχίν «άκρο, γωνία» (πρβλ. λιθο γλώχιν)] … Dictionary of Greek