γλωχίν

γλωχίν
και γλωχίς (-ίνος), η (Α γλωχίν και γλωχίς, -ῑνος) [γλωξ]
1. αιχμημό άκρο, μύτη
2. το τριγωνικό άκρο τού λουριού τής σέλας ή τού σαμαριού
νεοελλ.
τρίγωνο ινώδες πέταλο (στις βαλβίδες τής καρδιάς)·|| αρχ.
1. αιχμή βέλους
2. πυθαγόρεια ονομασία γωνίας
3. η άκρη τού κόσμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλωχίν — γλωχί̱ν , γλωχίν projecting point fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖνα — γλωχίν projecting point fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖνας — γλωχίν projecting point fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖνες — γλωχίν projecting point fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖνι — γλωχίν projecting point fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖνος — γλωχίν projecting point fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖσι — γλωχίν projecting point fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωχῖσιν — γλωχίν projecting point fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] …   Dictionary of Greek

  • πυριγλώχιν — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει φλογερή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωχίν «άκρο, γωνία» (πρβλ. λιθο γλώχιν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”